- μα(ν)τινάδα
- η(λ. βενετ.), αυτοσχέδιο δίστιχο με ομοιοκαταληξία που τραγουδιέται σε χορούς, γλέντια, γάμους κυρίως στην Κρήτη: Περάσαμε όλο το βράδυ χορεύοντας πεντοζάλη και λέγοντας μαντινάδες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.